-
1 κατ-άρα
κατ-άρα, ἡ, Verwünschung, Fluch; Aesch. Spt. 707; Eur. Hec. 945; in Prosa, Ggstz εὐχή, Plat. Alc. II, 143 b; κατάραι γίγνονται κατά τινος Pol. 24, 8, 7, Bekker κατᾶραι.
-
2 κατάρα
A curse, κατάρας ποιέεσθαί τινι to lay curses upon one, Hdt.1.165; ἐποιήσαντο νόμον τε καὶ κατάρην μὴ.. θρέψειν κόμην.. μηδένα ib.82; ἐκ κατάρης τευ in consequence of.., Id.4.30;διδόναι τινὰ κατάρᾳ E.Hec. 945
(lyr.), cf. El. 1324 (pl., anap.), A.Th. 725 (pl., lyr.); opp. εὐχή, Pl.Alc.2.143b (pl.), cf. SIG1241 (Lyttus, iii A.D.), etc.; opp. εὐλογία, Ep.Jac.3.10;κατάραι γίγνονται κατά τινος Plb.23.10.7
; τὴν κ. ἀναγράψαι, στηλιτεῦσαι, D.S.1.45, Plu.2.354b; cursing,κ. καὶ λοιδορία Phld.Lib.p.11
O.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий